- αμερικανάκι
- τοκοροϊδευτικά, άνθρωπος αφελής, που μπορεί εύκολα κανείς να τον ξεγελάσει: Μας πέρασε για αμερικανάκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.